σιισμός

σιισμός
ο, Ν [σιίτες]
θρησκειολ. ο δεύτερος, μετά τον σουνισμό, μεγάλος κλάδος τού ισλαμισμού, οι οπαδοί τού οποίου δέχονται ως διάδοχο τού Μωάμεθ τον γαμβρό του και τέταρτο χαλίφη Αλή, στον οποίο οι ιδρυτές της απένειμαν τον τίτλο τού ιμάμη, τού υποδειγματικού ηγέτη και αρχηγού, που, με την πάροδο τού χρόνου, προσέλαβε τη μορφή μεταφυσικού όντος και θεωρείται ως έκφανση τού θεού και τού πρωταρχικού φωτός η οποία στηρίζει το σύμπαν και παρέχει την αληθινή γνώση στον άνθρωπο, κλάδος ο οποίος κυριαρχεί στο Ιράν, το Ιράκ και ίσως στην Υεμένη, αλλά είναι διαδεδομένος και στη Συρία, στο Λίβανο, στην ανατολική Αφρική, στη Βόρεια Ινδία και στο Πακιστάν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σιιτισμός — ο, Ν θρησκειολ. ο σιισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιίτες + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”